Κάμποσοι σπουδαίοι καλλιτέχνες ταύτισαν τη ζωή τους με το έργο τους, και οδήγησαν τούτη τη σεβαστή και συναρπαστική ταύτιση στα άκρα. Η ζωή τους φλόγιζε το έργο τους, και το έργο τους με τη σειρά του πυράκτωνε τη ζωή. Σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνουν παρανάλωμα του πυρός, να καούν για να κάνουν τον κόσμο να λάμψει λυτρωτικά. Η ζωή τους ήταν μια διαρκής διελκυστίνδα ανάμεσα στη λαμπερή λατρεία της ζωής και στην έως θυσίας δοτικότητα, στην προσφορά την ανιδιοτελή, στην προσήλωση σε έναν στόχο, σε ένα πάθος, σε μία βλέψη. Κάμποσοι σπουδαίοι καλλιτέχνες τίμησαν τη φωτερή κατάφαση στη ζωή, μολονότι είχαν γεννηθεί κάτω από το σκοτεινό άστρο του θανάτου. Μεγαλειώδες παράδειγμα, και αστείρευτη πηγή έμπνευσης για κάθε άνθρωπο που λαχταράει να ζήσει, υπήρξε και παραμένει η ζωγράφος Φρίντα Κάλο. Έναν αιώνα μετά τη γέννησή της, η Κάλο, με την υποδειγματική ζωή της και το εξαιρετικά πρωτότυπο έργο της, δεν παύει να κινεί το ενδιαφέρον των μελετητών, δεν παύει να είναι ανοξείδωτη μέσα στο χρόνο, δεν παύει να κομίζει μιαν επίκαιρη ενθάρρυνση σε κάθε καλλιτέχνη που επιζητεί την εναρμόνιση βίου και έργου.
Η Μαγκδαλένα Φριέδα Κάλο Καλδερόν γεννήθηκε στο Κογιοακάν του Μεξικού στις 6 Ιουλίου του 1907. Ήταν η Τρίτη από τις τέσσερις θυγατέρες της Ματίλντε Καλδερόν και του γερμανικής καταγωγής φωτογράφου Γκιγιέρμο Βίλχελμ Κάλο. Η μοίρα, που τόσες και τόσες φορές έμελλε δυσοίωνα και οδυνηρά να την επισκεφτεί, στα σαράντα εφτά χρόνια της πολυτάραχης ζωής της, την χτύπησε μεταμφιεσμένη φριχτά σε πολιομυελίτιδα, στα 1913, για να της σακατέψει για πάντα το δεξί της πόδι. Το πλήγμα είναι βαρύ, αλλά η Φρίντα κυριεύεται από την μανία να γευτεί τους χυμούς της ζωής, να γίνει ένα πανίσχυρο διεισδυτικό βλέμμα ικανό να διαπεράσει την επιφάνεια και να φτάσει στην ουσία των πραγμάτων, να συγκλονιστεί από την τέχνη των άλλων και να συγκλονίσει με τη δική της τέχνη. Διαβάζει, γράφει, ονειρεύεται. «Πάνω στα θαμπά τζάμια», γράφει στο Ημερολόγιό της, «ζωγράφιζα μια πόρτα, κι απ’ αυτήν την πόρτα το έσκαγα με τη φαντασία μου με μεγάλη χαρά και φούρια. Πήγαινα μέχρι ένα γαλακτοπωλείο που το λέγανε Πίνσον. Περνούσα μέσα από το ‘Ο’ του Πίνσον κι από κει κατέβαινα μέχρι το κέντρο της γης». Εκεί την περίμενε ένα πλάσμα της φαντασίας της, μια παντοτινή φίλη, ευκίνητη και πάντα γελαστή, μια φίλη που χόρευε λες και δεν είχε βάρος, ουσιαστικά ο άλλος της εαυτός, ο εαυτός που τον ήθελε η Φρίντα αλώβητο από τα χτυπήματα, ανθεκτικό, εύθυμο, απρόσβλητο από κάθε θλίψη, δημιουργικό πάντα και αισιόδοξο.
Οπλισμένη με αυτόν τον άλλο της εαυτό, η Φρίντα θα εγγραφεί στην Προπαρασκευαστική Σχολή, και θα βρεθεί στο επίκεντρο μιας ομάδας νεαρών παθιασμένων με τη λογοτεχνία, με τη μουσική, με τη ζωγραφική, και με την επανάσταση. Στα 1922, η δεκαπεντάχρονη Φρίντα θα είναι ερωτευμένη με τον Αλεχάνδρο Γκόμες Αρίας, φοιτητή της νομικής, αρθογράφο και διαπρύσιο κήρυκα επαναστατικών ιδεών και, κυρίως, χάρη στην αδάμαστη θέλησή της, θα είναι μία από τις τριάντα πέντε πρώτες γυναίκες στο Μεξικό που είχαν πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο και σπούδαζαν ανάμεσα σε 2000 φοιτητές. Ο Αλεχάνδρο θα δει στην Φρίντα ένα υπερευαίσθητο και αλλόκοτο κράμα ηδυπάθειας και ιδεατού, μια τολμηρή συνένοχο και ένα πλάσμα που κλείνει μέσα του ανεκτίμητες ικανότητες έκφρασης.
Την επόμενη χρονιά, η Φρίντα θα πάει, με όλο της το θάρρος, να παρακολουθήσει τον μεγάλο ζωγράφο Ντιέγκο Ριβέρα να φιλοτεχνεί μια τοιχογραφία στην Αίθουσα Μπολιβάρ της Προπαρασκευαστικής Σχολής. Ο Ντιέγκο θα εντυπωσιαστεί από την έφηβη κοπελίτσα. «Είχε ένα τελείως ασυνήθιστο ύφος αξιοπρέπειας και σιγουριάς, μια παράξενη φλόγα έκαιγε στο βλέμμα της», θα πει. Τρία χρόνια μετά, θα συναντηθούν ξανά. Κι αυτή τη φορά, η συνάντηση θα κρατήσει για όλη τους τη ζωή και θα αποτελέσει μιαν από τις σημαντικότερες ιστορίες πάθους, έρωτος, και αγάπης στον 20ό αιώνα.
Θα μεσολαβήσει το τραγικό δυστύχημα που λίγο έλειψε να κόψει το νήμα της ζωής της. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1925, το λεωφορείο στο οποίο επιβαίνει μαζί με τον Αλεχάνδρο διεμβολίζεται από ένα τραμ, η ατσάλινη ράμπα του διαπέρασε την κοιλιά της Φρίντας, τσακίζει σε τρία σημεία της οσφυϊκής της χώρας τη σπονδυλική της στήλη, θρυμματίζει τον μηριαίο αυχένα της, σπάζει τα πλευρά της, συντρίβει το ήδη βεβαρημένο από την πολιομυελίτιδα δεξί της πόδι, προκαλεί έντεκα κατάγματα στο αριστερό, σπάζει σε τρία μέρη τη λεκάνη της. Οι γιατροί μένουν κατάπληκτοι από το πώς γαντζώθηκε στη ζωή η δεκαοχτάχρονη κοπέλα. Στη μητέρα της θα πει λιτά και γενναία: «Δεν είμαι νεκρή και, επιπλέον, έχω ένα λόγο για να ζήσω. Ο λόγος αυτός είναι η ζωγραφική». Και πράγματι, από την τραγωδία εκείνη θα γεννηθεί η αθάνατη ζωγράφος Φρίντα Κάλο.
Κυλάνε δύο χρόνια, η σχέση της με τον Αλεχάνδρο κλονίζεται, η Φρίντα παλεύει ενάντια σε κάθε κακοδαιμονία, ζει με ατσάλινους κορσέδες και δεκανίκια, παθιάζεται με τα επαναστατικά βιβλία που διαβάζει, προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Μεξικού, λατρεύει την τέχνη των τοιχογράφων που τους θεωρεί μοναδικούς πραγματικούς μυθιστοριογράφους της επανάστασης, υποδέχεται τον Ντιέγκο Ριβιέρα, όταν αυτός έρχεται για πρώτη φορά στο Κογιοακάν σαν ερωτευμένο σχολιαρόπαιδο, σκαρφαλωμένη ψηλά σ’ ένα δέντρο και σφυρίζοντας τη «Διεθνή».
Ο Ντιέγκο ερωτεύεται τρελά τη Φρίντα, και η Φρίντα παράφορα τον Ντιέγκο. Θα παντρευτούν στις 21 Αυγούστου του 1929, στο Κογιοακάν. Εκείνη είναι 22 ετών. Εκείνος, γεννημένος το 1886, έχει σχεδόν τα διπλά της χρόνια. Ο γάμος θα είναι ένα μουρλό ξεφάντωμα, κάτι σαν ξέφρενη παρωδία γαμήλιας τελετής. Η Φρίντα θα είναι ντυμένη Ινδιάνα. Ο πελώριος Ντιέγκο θα φοράει γκρίζο κοστούμι, τεράστιο πλατύγυρο καπέλο και λευκό πουκάμισο. Θα ακολουθήσει μια φιλική συγκέντρωση για να γιορταστεί το γεγονός, αλλά εκεί θα εισβάλει και θα κάνει τρομερή σκηνή ζηλοτυπίας η πρώην σύζυγος του Ριβιέρα, η Λούπε Μαρίν, ο Ντιέγκο θα μεθύσει άσχημα, θα ρίξει με το ρεβόλβερ του σε διάφορα αντικείμενα, θα τραυματίσει μάλιστα έναν από τους καλεσμένους. Έτσι αρχίζει μια κοινή ζωή, πάντα περιπετειώδης, πάντα μέσα στην έξαψη της δημιουργικότητας, πάντα μέσα στις φλόγες του πάθους.
Θα ζήσουν στην Πόλη του Μεξικού, θα ζήσουν στην Κερναβάκα, θα περιπλανηθούν σε όλη τη χώρα για να δουν και να θαυμάσουν και να απαθανατίσουν το εσωτερικό μικρών πλινθόκτιστων κατοικιών που καίτοι φτωχικές είναι πλούσιες σε θάλπος, συναισθήματα, χρώματα και στολίδια καμωμένα από κομμένα χαρτιά –θα πουν ότι αυτές οι κατοικίες αποτελούν έναν βωμό στη θρησκεία των χρωμάτων– κι ύστερα θα θριαμβεύσουν, αλλά και θα προκαλέσουν, με τα έργα τους, στο Σαν Φρανσίσκο, στη Νέα Υόρκη, στο Ντιτρόιτ. Ο αλήστου μνήμης ηθοποιός Έντουαρντ Ρόμπινσον θα γίνει παθιασμένος αγοραστής και συλλέκτης έργων της Φρίντας, ενώ η ίδια θα δημιουργεί ταλανισμένη πάντα από το τσακισμένο της κορμί, από την εφιαλτική απογοήτευση απανωτών αποβολών, αλλά και αντλώντας θάρρος από την αδάμαστη θέλησή της και από την παρουσία του Ντιέγκο που γενναιόψυχα θα πει ότι η γυναίκα του πρόσφερε μια σειρά αριστουργήματα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της τέχνης, πίνακες που, με μια βασανιστική ποίηση, εξυμνούσαν τα γυναικεία χαρίσματα της αντοχής απέναντι στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, τη σκληρότητα και τον πόνο. Αριστουργήματα όπως τα «Ανάμεσα σε δύο κόσμους», «Οι δύο Φρίντες», «Σπασμένη Κολώνα», «Αυτοπροσωπογραφία με κομμένα μαλλιά», «Μερικές Μικρές Μαχαιριές», πέρα από την μεγάλη καλλιτεχνική τους αξία αποτελούν αθάνατες μαρτυρίες της κατάφασης στη ζωή, της μεταρσίωσης της οδύνης σε κοσμογονία.
Η Φρίντα θα ταλανιστεί επίσης από την ερωτική περιπέτεια του Ντιέγκο με την ίδια της την αδελφή, την Κριστίνα, ένα γεγονός «τερατώδες και ανυπόφορο», μια άθλια, καίτοι ανθρώπινη πολύ ανθρώπινη, προδοσία που δείχνει πώς ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, μπορεί να γίνει έρμαιο των παθών του, μπορεί αλόγιστα να βρεθεί από το γαλάζιο του ουρανού στη μαυρίλα της ποταπότητας μόνο και μόνο στην προσπάθειά του να αναμετρηθεί με το κάλλος, να συμβολίσει τη δημιουργική βία της ζωής, να παίξει με τα ένστικτα του θανάτου και της ηδονής. Όπως γράφει ο Λε Κλεζιό τον Ντιέγκο, που καίτοι πελώριος άντρας και δημιουργός, είναι ενίοτε ένα μικρό παιδί, «τον χαρακτηρίζει μια αδιαφορία σχεδόν τερατώδης απέναντι στις συμβατικότητες και τις ευπρέπειες, ένα είδος παραμορφωτικού καθρέφτη που τον εμποδίζει να καταλάβει τον πόνο εκείνων που τον περιστοιχίζουν». Η Φρίντα, τσακισμένη από την αποκάλυψη, θα καταφύγει και αυτή σε άλλες αγκαλιές, ανάμεσα στις οποίες και αυτή του τότε γηραιού εξορισμένου στο Μεξικό επαναστάτη Λέοντα Τρότσκι, του Αμερικανοϊάπωνα γλύπτη Ισάμου Νογκούσι, του αναγνωρισμένου φωτογράφου Νίκολας Μάρεϊ. Αλλά, παρά τις εφήμερες παρηγοριές, ο Ντιέγκο και η Φρίντα ζούνε καθημερινή την πονεμένη ανάμνηση μιας ανοιχτής πληγής, την κόλαση της απώλειας του άλλου, το σκότος των εικοσιτετραώρων δίχως τον διαρκή διάλογο με τον απόλυτο έρωτα, με την απόλυτη αγάπη σου. Σε τέτοια εμπρηστικά και επικίνδυνα παιχνίδια, όπως λέει μια παροιμία από το Περού, «Ο νικημένος είναι νικημένος, και ο νικητής χαμένος».
Θαρρείς αναπόδραστα, ανήμποροι να ζήσουν ο ένας δίχως τον άλλον, πριν καν συμπληρωθεί ένας χρόνος από το διαζύγιό τους, η Φρίντα και ο Ντιέγκο θα οδηγηθούν στην απόφαση να παντρευτούν και πάλι. Ο δεύτερος γάμος τους θα γίνει στις 8 Δεκεμβρίου του 1940, για να ακολουθήσουν δεκατέσσερα χρόνια ζωής στο περιλάλητο Γαλάζιο Σπίτι του Κογιοακάν, χρόνια πλημμυρισμένα σε στιγμές μεγάλης δυστυχίας αλλά και ανείπωτης ευτυχίας, παθιασμένης δημιουργικότητας, βραβεύσεων, ασθενειών, εγχειρήσεων, δακρύων, πόνου και πάθους.
Η Φρίντα Κάλο θα σβήσει, στις 13 Ιουλίου του 1954, στο Γαλάζιο Σπίτι. Ένα συνταρακτικό, μες στον ωμό του λυρισμό, ποίημά της συνοψίζει τη ζωή της όλη. «Μέσα στο σάλιο μέσα στο χαρτί μέσα στην έκλειψη μέσα σ’ όλες τις γραμμές μέσα σ’ όλα τα χρώματα μέσα σ’ όλα τα πιθάρια μέσα στο στήθος μου μέσα, κι έξω, μέσα στο μελανοδοχείο μέσα στη δυσκολία να γράψω μέσα στο θαύμα των ματιών μου μέσα στα τελευταία φεγγάρια του ήλιου (μα ο ήλιος δεν έχει φεγγάρια) μέσα σε ΟΛΑ και το να λέω σε όλα είναι ανούσιο και υπέροχο ΝΤΙΕΓΚΟ μέσα στα ούρα μου ΝΤΙΕΓΚΟ μέσα στο στόμα μου μέσα στην καρδιά μου μέσα στην τρέλα μου μέσα στο όνειρό μου μέσα στο στυπόχαρτο μέσα στην αιχμή της πένας μέσα στα μολύβια μέσα στα τοπία μέσα στην τροφή μέσα στο μέταλλο μέσα στη φαντασία μέσα στις αρρώστιες μέσα στις προθήκες μέσα στις πονηριές σου μέσα στο στόμα σου μέσα στα ψέματά σου».
Το ποίημα θα φτάσει στα χέρια του Ντιέγκο τρία χρόνια μετά το θάνατο της Φρίντας. Λίγες ημέρες μετά, στις 24 Νοεμβρίου του 1957, ο μεγάλος Μεξικανός δημιουργός θα πάει να συναντήσει την αδάμαστη Φρίντα, τη θυγατέρα ερωμένη σύζυγο μάνα σύντροφο, την αμάραντη αγάπη του, εκεί που χορεύουν όλα τα χρώματα και ακούγονται τα πιο όμορφα τραγούδια.
Όπως τόσο ωραία το διατύπωσε ο Αντρέ Μπρετόν, «Η τέχνη της Φρίντας Κάλο ντε Ριβέρα είναι μια κορδέλα γύρω από μια βόμβα».
*Το πορτρέτο "Φρίντα Κάλο, Η Αδάμαστη" δημοσιεύτηκε παλιότερα στο "Έψιλον" της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.