
Υστέρνια Τήνου, 3/6/07, 20.01
«Πως αρχίζουν τα πράγματα;
πως ξεδιπλώνονται και πόσο
ψεύτικα είναι; ‘Όταν κόβεις
τις φλέβες σου και θέλεις
να αιματοκυλήσεις τον κόσμο,
τι κρίμα με το αίμα να πιτσιλίζεις
μόνον τα πλακάκια του λουτρού σου!»
Κε Σωτήρη, είμαι στη Νήσο Τήνο και διαβάζω τη «Νήσο Χίο», δώρο της Ιωάννας πριν αναχωρήσουμε από το λιμάνι της Ραφήνας. Πως θέλετε να σας περιγράψω την εμπειρία μου, με τι λόγια θα προτιμούσατε;
Διάβαζα του ς στίχους και συγκλονίστηκα. Θα μιλήσω μόνο για τους στίχους, θα αφήσω απ’ έξω την προσωπική μου σχέση και συμπάθεια με τον ποιητή Παστάκα.
«Αλίμονο στον γρήγορο διασκελισμό
και σε όλους όσους μένουν απλώς
ένα βήμα πιο πίσω.»
Ο ποιητής, ο ήρωας των 47 στιχουργημάτων, το θύμα ή ο θύτης του έρωτα, του εαυτού του, του πόνου, της γυναίκας, της ευτυχίας που απομακρύνεται, της μοναξιάς που επέρχεται, της οδύνης της απώλειας της πηγής της ζωής..
Καλοκαίρι στο νησί, κάτω από τον καυτό ήλιο, χωμένοι ένας άντρας και μια γυναίκα σε ουζερί και ταβέρνες, σε καφενεία και μπαρ, στην παραλία λιάζονται, κάνουν μπάνιο, πάρτι το βράδυ, άμμος να μπαίνει στα μαγιό τους, να είναι αγκαλιά. Χαμογελούν στον έρωτα!
«Μετρώ τα δάκτυλα του δεξιού μου χεριού
και τα βρίσκω πέντε. Μετρώ τα δάκτυλα
των δυο μου χεριών και τα βρίσκω δέκα.
Μετρώ όλα τα δάκτυλα και τα βρίσκω είκοσι.
Τα δόντια τριάντα δύο. Τις αισθήσεις μου
πέντε. Ακέραιο, δεν μπορώ να πω, με άφησε
το πάθος σου κι η αγάπη μου για σένα.
Δεν μετρώ τα ποτά, δεν μετρώ τα τσιγάρα.»
Και τρώνε μαζί πρωινό και περνούν όλο και πιο πολλές ώρες μαζί, από το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ. Κάνουν έρωτα κάθε βράδυ. Και ο ήρωας σκέφτεται και αναπολεί, και νοσταλγεί, και νευριάζει, γράφει για να κατευνάσει το πάθος του, που έμεινε ακέραιο, χωρίς την απαιτούμενη συνέχεια, ανάγλυφα στο κορμί του, στο κορμί της, στη σκέψη του, στο μυαλό του, στο τσιγάρο του, στο ποτήρι με το ουίσκι του.
Και τα βάζει με τον εαυτό του, γιατί έτσι θέλουν εκείνες, όταν παθιάζεσαι μαζί τους, δεν το συμμερίζονται μωρέ.. Παστάκα στον ήρωα σου, ο εαυτός του, ο αληθινός φίλος του κορμιού του, τι θ’ απογίνει αν τον άλλαζε, τον αλλάζει, φόρμα του στίχου μαζεμένη πικρόχολα δοσμένη ανυπόφορο βλήμα στη ψυχή της. Ποτέ ο εαυτός δε θα μείνει αναλφάβητος, τα συναισθήματα και ο κύριός τους μπορεί..
«Τελικώς είναι αληθινός ο πόνος
που νιώθω, για τον ψεύτικο
τον έρωτά σου.
Το πιο αστείο : να είναι
ψεύτικος ο πόνος μου.
Αληθινός ο έρωτάς σου.»
Και μιλώντας για την Αγάπη αφού τη ζήσεις, μαθαίνεις. Πριν τίποτα, κατά τη διάρκεια το χάος της απόλαυσης, βαθιά τα λόγια και τα επιφωνήματα, έχει δίκιο. Και παρολαυτά αγαπά και νοσταλγεί, κακία στιγμές-στιγμές να κρατήσει δε μπορεί.
Φτάνοντας στην απόγνωση ζητά ελεημοσύνη την αγάπη της, την προσοχή της, την θέλει κοντά της με όποιο τίμημα, με όποιο τρόπο, απάγκιο της κατάστασής του το χαμόγελό της. Και ας αρρώσταινε –λες- από κάτι άλλο, θολούρα της απόλαυσης της απώλειας –το ξέρεις- είναι αυτό.
Καταδικασμένος μέσα της, καλύτερο μπορεί να τον έκανε, χειρότερο μπορεί επίσης. Το να δοκιμάζει κακές απολαύσεις πιθανόν, αρνητικά συναισθήματα σίγουρα. Και μετά ζηλεύει.. Πορεία των πραγμάτων της καρδιάς του –άραγε;
«Θέλω να ξέρεις,
πως αν τότε δεν σε αγάπησα
ειλικρινά, τώρα πονώ αληθινά.»
Ο ποιητής λέει πως μόνο όταν κάποιος αγάπησε πολύ, μπορεί να αγαπήσει πάλι. Κι έχει δίκιο. Μα και όποιος πόνεσε πολύ, μπορεί να πονέσει πάλι –μη το ξεχνάμε. Και γράφει για κάτι τέτοιες στιγμές, όταν πονάς, όταν θες να ξεφύγεις από την οδύνη σου, τον προσωπικό σου αγώνα, λέξεις, στίχοι και λόγια στο χαρτί, που σε ξαλαφρώνουν και σε ξεκουράζουν. Ο αγώνας, πριν και μετά, συνεχίζεται..
«Δεν με νοιάζει ποιανού λύνεις
τα κορδόνια, τίνος το στήθος
θωπεύεις, παίζοντας με το πουκάμισό
και τα κουμπιά του. Δεν με νοιάζει
σε ποιον κατεβάζεις το φερμουάρ
και λύνεις το ζωνάρι. Σε ποιον
περιποιείσαι τα νύχια των ποδιών του,
πες μου.»
Γέλασα πολύ, Σωτήρη, το ομολογώ. Και το έκανα, γιατί ο ήρωας έχει τη καρδιά και το μυαλό κάθε άντρα γνήσιου που αγαπάει, που είναι ερωτευμένος, που λατρεύει το αντικείμενο το πόθου του. Θέλει να ξέρει κάθε του κίνηση, απόγνωση της σκέψης του μακριά του. Και το διάβασε και η Ιωάννα, για να της μάθω ότι έχω πάντα δίκιο σε αυτές τις περιπτώσεις..
«Δεν παριστάνω το θύμα
παρ’ όλα τα φιλολογικά οφέλη,
που προξενεί μια παρόμοια
στάση. Θα υιοθετήσω
την κοινή παραδοχή, το λάθος
που μοιράζεται ισομερώς,
αφού παύσαμε πλέον
να συμμεριζόμαστε τον χρόνο :
τη μόνη δυνατή ευτυχία των θνητών.
Τι κρίμα ακόμη να θυμάμαι!»
Βόρειο Αιγαίο, θάλασσα, μαλλιά βρεγμένα, αίμα να κυλάει, μάτια που δεν βλέπονται, πιο πολύ τρελαίνονται, κι ο χειμώνας ακόμη μακρινός, κι ο προηγούμενος κοντινότερος από ποτέ.
Λόγια, φιλιά, σεξ, τα θυμάσαι στην αναλαμπή του πόνου σου, στην παύση της θολούρας σου. Ωραίες στιγμές, δύσκολα ξεχνιούνται, εύκολα θάβονται. Ο πόνος της απώλειας πιο δυνατός –θεμιτό;
Και μιλά για ποίηση και δήθεν ποιητές, αγάπη και δήθεν αγαπητικούς, έρωτα και δήθεν εραστές. Σκληρά λόγια πόνου, τα βρίσκω. Στην «εξ αποστάσεως στύση», όμως, ο ήρωας έχει δίκιο, η οριστική απουσία και η καθημερινή θλίψη, αναπόφευκτα. Απόρροια καταστάσεων.
«Η αυπνία τρέχει πίσω μου
τρέχω κι εγώ να της ξεφύγω
όσο τρέχω άλλο τόσο θυμάμαι
κι όσο θυμάμαι τόσο δεν κοιμάμαι.»
Και όσο για τη μοναξιά, ο ήρωας σου, Παστάκα, έχει δίκιο. Μόνος μαζί της. Μόνος στο κρεβάτι, δίπλα του, στο καφέ, στη δουλειά, στο δρόμο, στο νησί, παντού, κοντά του. Η αντίφαση της απώλειας –μήπως;
Κατηγορεί όμως, πως ο απωλεσθέντας πόθος του δε θα αγαπήσει ποτέ. Ούτε και αγάπησε, ούτε τον αγάπησε. Εξακολουθώ να μιλώ για σκληρά λόγια στα χρόνια της απώλειας και του χαμού της μούσας του. Δικαιολογεί την αδικαιολόγητη συμπεριφορά του, έτσι.
Και μετράμε τα χρόνια, και μετράμε τις μέρες, όλοι οι χαμένοι εραστές απ’ αυτόν που μας έφυγε. Και θυμόμαστε τα 252 φιλιά του, τα 1028 χαμόγελά του, τους 367 οργασμούς του. Στύση στιγμών, χωρισμός κορμιών, με ένα ποτήρι κρασί στην υγειά τους.
Και η ηλικία στο λεξιλόγιό του, καταπραΰνει το θυμό του, τα νεύρα του, ρίχνει το βάρος πάνω του. Το τελικό αποτέλεσμα του εραστή, που μένει μόνος. Για αυτή την ηρεμία όλοι ζούμε.
Και ξαφνικά μερικά αόριστα στιχουργήματα, μπορεί στην Χίο, μπορεί στη Ν. Σμύρνη, μπορεί στο Εδιμβούργο, για τη ζωή, τον έρωτα, την απώλεια με μακρινό μάτι πλέον. Για τους τόπους, τις εποχές, τα συναισθήματα. Πόσο γλυκά όλα λέγονται, όταν περνούν τα χρόνια, και μένουν φωτογραφίες οι στιγμές.
«Τα παυσίπονα βυζάκια σου.
Οι μυροφόρες παλάμες σου.
Το βάλσαμο της αγάπης σου.
Για πόσον καιρό θα τα σκέπτομαι;
Πόσον καιρό θα με βασανίζουν;
Έξι μήνες; Ένα χρόνο;
Κάποτε το ξέρω, θα γίνουν :
Αδιάφορα βυζιά, παλάμες
ανύπαρκτες, αγάπη.»
Ρέκβιεμ για ένα χαμόγελο, μια καρδιά, ένα κορίτσι.
Εις το επανειδείν, κε Σωτήρη, μόλις έφυγε ένα δάκρυ ακούγοντας Μάιλς Ντέιβις, τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού.
Να ‘σαι καλά!
Ν.Ι.Π.
*2002 : Τέταρτη και τελευταία -μέχρι σήμερα- ποιητική συλλογή του νεοέλληνα ποιητή και υπέυθυνου της "Επιθεώρησης Ποιητικής Τέχνης Ποιείν" Σωτήρη Παστάκα. Εκδόσεις Πλανόδιον, 55 σελίδες, 47 στιχουργήματα, από τους πιο ερωτικούς λόγους της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
-Διαβάστε τη μελέτη του Παντελή Μπουκάλα για τη συγκεκριμένη συλλογή :
-Διαβάστε για άλλα βιβλία του Σωτήρη Παστάκα :