
«Θηλιά» του Άλφρεντ Χίτσκοκ (1948)
Οπωσδήποτε, πρόκειται για το πιο πειραματικό φιλμ του βρετανού κινηματογραφιστή, που άφησε το στίγμα του στο παγκόσμιο σινεμά του 20ου αιώνα. Στην πρώτη αμερικανική δεκαετία του, ο Χίτσκοκ με τη φόρα που είχε πάρει από τις επιτυχίες του όπως η «Ρεβέκκα», το «Χέρι που Σκοτώνει», η «Νύχτα Αγωνίας» και ο «Περιβόητος», αποφάσισε να πειραματιστεί πάνω σε μια ιστορία θρίλερ, που είχε συγκλονίσει την Αμερική τη δεκαετία του ’20. Η «Θηλιά» βασίζεται στην υπόθεση Leopold/Loeb, η οποία έλαβε χώρα στο Σικάγο και αφορούσε τη δολοφονία ενός 14χρονου αγοριού από δυο νεαρούς, επειδή –κατά τους ίδιους- ήταν κατώτερο πνευματικά από αυτούς. Η υπόθεση, που μεταφέρθηκε λίγα χρόνια αργότερα στο θέατρο από τον συγγραφέα Πάτρικ Χάμιλτον υπό τον τίτλο «The Rope’s End», είχε –κατά τον Χίτσκοκ- μεγάλη αξία, αφού συνδύαζε τις θεωρίες του Νίτσε περί του Υπεράνθρωπου, στον απόηχο της συντριβής του Χίτλερ και των Ναζί περί ανώτερης «άριας» φυλής. Στόχος του Χιτς η δραματοποιημένη θεατρικά σκηνοθεσία του έργου, ένα στυλ που εφάρμοσε –κατά κάποιο τρόπο- με το «Dogville» ο Λαρς Φον Τρίερ στις μέρες μας. Απόφαση του, να δείχνει η ταινία ως ένα συνεχές μονοπλάνο, όπου θα κρατά τον θεατή σε αγωνία, σε μια συνεχή ένταση, σχετικά με την κατάληξη των δολοφόνων και την αποκάλυψη της ειδεχθούς πράξης τους. Και αυτό, επειδή τεχνολογικά ήταν αδύνατον, η κάμερα του Χίτσκοκ εστίαζε, κάθε φορά που τελείωνε το 9λεπτο φιλμ (μέχρι τόσο μπορούσε να του διαθέσει η Kodak), σε κάποιο σκούρο κομμάτι του σκηνικού (π.χ. πιάνο, ρούχο, κάθισμα κτλ), με αποτέλεσμα ο θεατής να μην καταλαβαίνει ποτέ ότι έχει υπάρξει το παραμικρό «cut», ότι η ταινία έχει υποστεί το παραμικρό μοντάζ. Εξάλλου, και στην πραγματικότητα το μοντάζ ήταν ελάχιστο, παρά μόνο στη σύνδεση των πλάνων μεταξύ τους. Η «Θηλιά» ήταν διάρκειας 80 λεπτών και ήταν κάτι παραπάνω από μια πολύ καλή ταινία του παγκόσμιου κινηματογράφου, στην οποία ο έμπειρος Τζέιμς Στιούαρτ καθοδήγησε με την έξοχη ερμηνεία του όλους τους υπόλοιπους συντελεστές της. Τέλος, μην ξεχνάμε ότι μια ακόμη πρωτοτυπία της ήταν το χρώμα της, ένας άλλος πειραματισμός του Χιτς, σε μια εποχή που ξεκινούσε –με δειλά βήματα- να αντικαθίσταται το ασπρόμαυρο στις ταινίες.
«Ρωσική Κιβωτός» του Αλεξάντερ Σοκούροφ (2002)
Αρχές Απρίλη του 2001 ο Ρώσος σκηνοθέτης Αλεξάντερ Σοκούροφ και το επιτελείο του ξεκινούν τη μελέτη του χώρου του μουσείου Έρμιταζ, όπου περικλείονται 200 χρόνια ιστορίας της ρωσικής ιστορίας –μέρος που αποτέλεσε για χρόνια τσαρική κατοικία. Στις 23 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, έπειτα από πολύμηνες πρόβες και μελέτες, 867 ηθοποιοί και περισσότεροι από 100 κομπάρσοι συγκεντρώθηκαν στις 33 αίθουσες αυτού του λαμπρού κτιριακού συγκροτήματος, και υπό το άγρυπνο «μάτι» μιας κάμερας High Definition τα πάντα, μέσα σε μιάμιση ώρα, είχαν τελειώσει. Αυτό ήταν! Το γερμανό-ρωσικό τεχνολογικό/ κινηματογραφικό εγχείρημα του καλύτερου σύγχρονου Ρώσου κινηματογραφιστή, με 17 συμπαραγωγούς (μεταξύ των οποίων ο Μάρτιν Σκορσέζε) και αμέτρητα βραβεία σε φεστιβάλ όλου του κόσμου, ήταν πραγματικότητα και ξεκινούσε το κινηματογραφικό ταξίδι του. Εν μέσω των δυο εν εξελίξει τριλογιών του, η μια για τις σχέσεις γονέων-παιδιά («Μητέρα και Γιος», «Πατέρας και Γιος») και η άλλη για πορτρέτα τραγικών ηγετών («Μολώχ», «Ταύρους», «Ο Ήλιος»), ο Σοκούροφ αποφάσισε να φιλμάρει μια κάθοδο στα βάθη της ψυχής της ρωσικής ιστορίας, εισχωρώντας στην «κιβωτό» της, στο Μουσείο Έρμιταζ, που φυλάσσονται –μεταξύ των ρωσικών αντικειμένων- πάνω από 3.000.000 εκθέματα της παγκόσμιας πολιτισμικής παράδοσης. Στο πρωταγωνιστικό ρόλο τοποθετεί έναν κυνικό Γάλλο διπλωμάτη του 19ου αιώνα, ο οποίος έχει μια σχέση αγάπης – μίσους με τη Ρωσία, και έναν σκηνοθέτη – σκιά, ο οποίος δεν εμφανίζεται αλλά ακούγεται με voice over, ο οποίος διερευνά τη δύσκολη σχέση συμβίωσης της σύγχρονης Ρωσίας τόσο με το παρελθόν της όσο και με την σημερινή Ευρώπη. Μια κριτική ματιά του Σοκούροφ, μαθητή του Ταρκόφσκι και άξιου συνεχιστή του, πάνω στο Ρωσικό ζήτημα, μια μελέτη και μια προβληματική της πατρίδας του, μέσα από μια ταινία, που αποτελεί το πρώτο –αμιγώς- μονοπλάνο στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 36 του μηνιαίου περιοδικού ΓΑΛΕΡΑ (Σεπτέμβριος 2008).